Αντιγράφω το λήμμα χριστιανισμός από το βιβλίο «Λεξικό των -ισμών» του Αντώνη Διαμαντίδη:
Θρησκεία που βασίστηκε αρχικά στα κηρύγματα του Ιησού του Ναζωραίου στην Παλαιστίνη και διαδόθηκε από τους
δώδεκα μαθητές του, τους Aπoστόλovς, και κατά κύριο λόγο από τον Παύλο. Στο ξεκίνημά του ο χριστιανισμός ήταν αιρετικό παρακλάδι της ιουδαϊκής θρησκείας, γι’ αυτό και θεολογική του βάση έχει την Παλαιά Διαθήκη, που συμπεριλαμβάνει όλα τα γνωστά ιερά βιβλία των Ιουδαίων (Βίβλος). Κατόρθωσε να ανεξαρτητοποιηθεί εξαιτίας πολλών συγκυριών, οι κυριότερες από τις οποίες ήταν ο έντονος «συγκριτισμός των θρησκειών» εκείνη την εποχή, η
Ρωμαϊκή αυτοκρατορία που ένωνε σ’ ένα ενιαίο κράτος όλη τη Μεσόγειο, κι ο ελληνιστικός πολιτισμός, που, μέσω της ελληνικής γλώσσας, ένωνε πολιτισμικά την ίδια περιοχή. Ο χριστιανισμός, μετά την αποδέσμευσή του από τον ιουδαϊσμό, επηρεάστηκε καθοριστικά από τον πλατωνισμό και το νεοπλατωνισμό, δημιουργώντας ένα νέο θεολογικό υπόβαθρο. Η χριστιανική θρησκεία βασιζόταν στον ένα και μοναδικό Θεό των Ιουδαίων. Τον ανέπτυξε
ως τριαδικό, για να μπορέσει να κάνει αποδεκτό το δόγμα για το μεσσία των Ιουδαίων και άλλων ασιατικών λαών, και τον ονόμασε «Υιό του Θεού». Ο χριστιανισμός υιοθέτησε και το «Άγιο Πνεύμα», για να εκφράσει τον πλατωνικό «λόγο» ή «ιδέα».
Ο Ιησούς, ένας «προφήτης» από τη Γαλιλαία της Παλαιστίνης που κατά την παράδοση σταυρώθηκε, βρίσκεται στο επίκεντρο της χριστιανικής θρησκείας. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν τη ζωή και τη σύντομη σταδιοδρομία του, είτε ως μεσσία είτε ως Υιού του ανθρώπου, που ερμηνεύτηκε αργότερα ως «Υιού του Θεού». Οι ιστορικές πηγές εκείνου του καιρού, πέραν αυτής του Ευαγγελίου, δεν περιέχουν σχεδόν καμία πληροφορία για τον Ιησού. Ακόμα πιο αξιοσημείωτο είναι ότι και τα ελάχιστα ιστορικά στοιχεία που αναφέρονται στα Ευαγγέλια, έρχονται σε αντίθεση, κυρίως χρονολογικά, με τις άλλες ιστορικές πηγές οι οποίες, παραδόξως, συμφωνούν μεταξύ τους. Αν και η ύπαρξη του Ιησού έχει γίνει κοινά αποδεκτή σήμερα, εξακολουθεί να προσκρούει σε πολυάριθμα άλυτα ιστορικά προβλήματα. Μετά τη σταύρωση πέθανε, και οι μαθητές του ισχυρίστηκαν ότι αναστήθηκε ύστερα από τρεις μέρες, και ότι έμεινε μαζί τους άλλες σαράντα. Είναι, επίσης, σημαντικό ότι αρχικά δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο μήνυμα και το νόημα της ανάστασης του Χριστού. Έπρεπε να εμφανιστεί ο Παύλος, για να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην «Ανάσταση» και να γίνει το επίκεντρο του χριστιανισμού. Ο Παύλος ήταν αυτός που τόλμησε να χειραφετήσει το χριστιανισμό από τον ιουδαϊσμό, αντιπαραθέτοντας στο καθεστώς του ιουδαϊκού νόμου την ελευθερία που απολαμβάνει ο χριστιανός με το καθεστώς της πίστης. Ο χριστιανικός κανόνας έκανε περίπου τέσσερις αιώνες για να καθιερωθεί. Τα Ευαγγέλια είναι μεταγενέστερες παραγωγές, που βασίστηκαν σε ποικίλες παραδόσεις. Το Κατά Iωάννην είναι αυτό που διαφοροποιείται αισθητά από τα άλλα τρία, έχει αποδεδειγμένα γραφτεί λίγο πριν από το 100 μΧ., είναι πιο εσωτερικό και ενσωματώνει αξιοσημείωτα πλατωνικά στοιχεία, κυρίως με την εξoμoίωσt}τoυ Χριστού με το «Λόγο του Θεού», που αποτελεί το θεϊκό σχέδιο της αρχιτεκτονικής του κόσμου. Έτσι στοιχειοθετείται και η «Αγία Τριάδα», που αποτελείται από τρεις ξεχωριστές οντότητες, ομοούσιες και αδιαίρετες. Ο χριστιανισμός θεωρείται η θρησκεία της αγάπης και της λύτρωσης. Πρεσβεύει ότι ο Θεός έστειλε τον Υιό του για να σώσει τον κόσμο από το προπατορικό αμάρτημα, έτσι ώστε να μπορεί ο άνθρωπος, συμπεριφερόμενος ηθικά, να κερδίσει την «ουράνια βασιλεία», τον παράδεισο.
Ένα ακόμη από τα κυριότερα δόγματα του χριστιανισμού είναι η «Δευτέρα Παρουσία», κατά την οποία ο Χριστός θα ξανακατέβει στη γη «δοξαζόμενος, θα κρίνει ζωντανούς και νεκρούς», για να οδηγήσει οριστικά πλέον τους καλούς σε μια ατέλειωτη βασιλεία. Είναι γεγονός ότι ο χριστιανισμός διαμορφώθηκε σε μια πολύ κρίσιμη καμπή της ανθρώπινης ιστορίας του τότε γνωστού κόσμου, και φυσικά, έπαιξε καθοριστικό ρόλο, θετικό και αρνητικό. Στα θετικά μπορούν να αναφερθούν οι προσπάθειες να αποκατασταθεί ο άνθρωπος ως οντότητα και να εξυψωθεί η κοινωνική θέση της γυναίκας, καθώς και η αποδοχή πολλών ηθικών αξιών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι όλα αυτά είχαν ειπωθεί δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα από πολλούς Έλληνες φιλοσόφους. Στα αρνητικά μπορεί να αναφερθεί η αυταπόδεικτη αποδοχή του θεσμού της δουλείας, η φανατική και συστηματική δίωξη του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού, από τη στιγμή που εδραιώθηκε ο χριστιανισμός ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαίκής αυτοκρατορίας. Απαγόρευσε τη λειτουργία των φιλοσοφικών σχολών, κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κατέστρεψε τους ναούς του ελληνικού δωδεκάθεου, και γενικότερα, προσπάθησε να εξαφανίσει οτιδήποτε είχε σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό. Η εκ των υστέρων αποδοχή του και η προσπάθεια αφομοίωσής του, απλώς πολλαπλασιάζει την ενοχή του. Επίσης, στα αρνητικά του χριστιανισμού συγκαταλέγεται ο σκοταδισμός του Μεσαίωνα, που είναι εξολοκλήρου χριστιανικό επίτευγμα σε Ανατολή και Δύση, καθώς και όλες οι εγκληματικές και ληστρικές εκστρατείες και πόλεμοι που έγιναν στο όνομα του χριστιανισμού.